- nojik
- adj.
fullv.to fill; to flood
K'iche'-English dictionary. 2008.
K'iche'-English dictionary. 2008.
νότζικα — και νότσικα και νόζικα, η είδος μεγάλου μαχαιριού που χρησιμοποιείται από τους ναύτες και από τους δύτες για να κόβουν τα σφουγγάρια από τον βυθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. nojik] … Dictionary of Greek